Dedications
Martin Bon Jovi - Have a Nice Day Good day to all of you! Δήμητρα Wham! - Everything She Wants στον Δημήτρη μου Panos Moderator - When I Dream Καλημέρες!!

Dream Diary

«Η αξία της αληθινής αγάπης» της Τζένης Κοσμίδου

today31/03/2021 2

Background
share close

Μία φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό ζούσε μία όμορφη κοπέλα μαζί με την οικογένεια της. Τόση ήταν η ομορφιά της που όλα τα παλικάρια του χωριού έλιωναν από έρωτα για εκείνη. Τα εβένινα μακριά μαλλιά της θύμιζαν μεταξένιο χείμαρρο και τα καταπράσινα μάτια της γυάλιζαν σαν πολύτιμα σμαράγδια. Η οικογένεια της την καμάρωνε και  αν και ήταν φτωχοί άνθρωποι δούλευαν μέρα και νύχτα για να μπορούν να της προσφέρουν όλα όσα ήθελε ώστε να την βλέπουν να χαμογελάει.

Έτσι η κοπέλα ψώνιζε αλόγιστα κοσμήματα φορέματα και όμορφα αντικείμενα από τους πλανόδιους εμπόρους που περνούσαν από το χωριό χωρίς να αναλογιστεί πόσο δύσκολα κατάφερναν να ανταποκρίνονται οι δικοί της σε όλα αυτά τα έξοδα. Όλη μέρα καθόταν μπροστά στον καθρέφτη της χτενίζοντας τα μαλλιά της και θαυμάζοντας το είδωλο της ενώ ονειρευόταν μία πλουσιοπάροχη ευτυχισμένη ζωή.

Από όλους τους νεαρούς που εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους για εκείνη ξεχώριζε ένας ξυλοκόπος που κάθε φορά που επέστρεφε από το δάσος άφηνε στο παραθύρι της τα πιο όμορφα αγριολούλουδα περιμένοντας από κάτω να βγει η κοπέλα για να κλέψει μία της ματιά που θα τον έκανε να βρει το θάρρος να της εξομολογηθεί τον έρωτα του. Εκείνη κάθε φορά που έβγαινε στο παράθυρο της κοιτούσε τα λουλούδια αποδοκιμαστικά και τον ίδιο σαν να τον λυπόταν έπειτα έκανε μεταβολή και χανόταν από τα μάτια του. Ο νέος γυρνούσε στο δάσος θλιμμένος αλλά αποφασισμένος να βρει κάτι πιο όμορφο και σπάνιο για να της προσφέρει προσπαθώντας έτσι να της δείξει την αγάπη του και να κερδίσει την καρδιά της.

Οι άλλες κοπέλες του χωριού την ζήλευαν παράφορα αφού εκείνες θα έδιναν τα πάντα για να βρεθεί κάποιος να τις αγαπήσει τόσο και να γεμίσει τη ζωή τους με την σπάνια ευωδιά των άγριων λουλουδιών του δάσους.

Έτσι κυλούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα ήρθε στο χωριό ένας όμορφος νέος έμπορος που πουλούσε χρυσά κοσμήματα και πολύτιμους λίθους από χώρες μακρινές. Η κοπέλα όπως ήταν φυσικό έτρεξε να δει από κοντά τους θησαυρούς του και εκείνος θαμπωμένος από  την ομορφιά της της είπε «Έχω γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο και έχω δει πετράδια τόσο πολύτιμα που δεν το βάζει ανθρώπου νους και όμως μοιάζουν θαμπά μπροστά στην λάμψη των ματιών σου».

Η κοπέλα χαμογέλασε φιλάρεσκα και τότε ο έμπορος της χάρισε ένα χτενάκι στολισμένο με σμαράγδια, ένα καθρεφτάκι από φίλντισι στολισμένο με ρουμπίνια και ένα φόρεμα φτιαγμένο από το ακριβότερο μετάξι ραμμένο με χρυσή κλωστή «Θέλω να γίνεις γυναίκα μου. Σε λίγο καιρό θα περάσω πάλι από εδώ. Μέχρι τότε κράτησε αυτό το χτένι, τα σμαράγδια που έχει πάνω του δεν μπορούν βέβαια να συγκριθούν με τα μάτια σου στολίζουν όμως όμορφα τα υπέροχα μαλλιά σου. Μόνο πολύτιμα κοσμήματα και ακριβό μετάξι πρέπει να αγγίζει πάνω σου. Οτιδήποτε λιγότερο σε βεβηλώνει. Θέλω κάθε φορά που κοιτάς την εικόνα σου σε αυτόν τον καθρέφτη να σκέφτεσαι εμένα και την ζωή που θέλω να σου χαρίσω»

Από εκείνη τη μέρα το κορίτσι θαύμαζε τα πολύτιμα δώρα που της είχε χαρίσει και ονειρευόταν την ζωή της δίπλα του. Ο νεαρός ξυλοκόπος επέστρεψε σίγουρος πως αυτή τη φορά θα κατάφερνε να ευχαριστήσει την αγαπημένη του αφού  της είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια μία ξύλινη καρδιά από έναν κορμό άγριας τριανταφυλλιάς που είχε βρει στο δάσος. Η καρδιά μοσχοβολούσε και πάνω της ο νέος είχε χαράξει τις λέξεις που από καιρό ήταν χαραγμένες στην καρδιά του. « Σ’ αγαπώ». Νύχτα έφτασε έξω από το παράθυρο της αγαπημένης του και έμεινε εκεί περιμένοντας υπομονετικά να ξημερώσει. Το πρωί η κοπέλα βγήκε στο παράθυρο της και αντίκρισε την ξύλινη καρδιά, βλέποντας την ξέσπασε σε περιπαικτικά γέλια, κοίταξε τον νεαρό ειρωνικά και ξαναμπήκε στο δωμάτιο της ακουμπώντας αδιάφορα το δώρο του σε ένα ράφι.

Ο νεαρός έσκυψε παραιτημένος το κεφάλι δάκρυσε και έπειτα πήρε το δρόμο για το δάσος και δεν ξαναπέρασε ποτέ από το παράθυρο της. Η όμορφη κοπέλα δεν το πρόσεξε καν αφού το μυαλό της ήταν συνέχεια στον πλούσιο έμπορο που όσο καιρό έλειπε της έστελνε πολύτιμα κοσμήματα και ακριβά μετάξια κάνοντας την ευτυχισμένη όσο ποτέ. Έτσι αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του και το ανακοίνωσε όλο χαρά στην οικογένεια της.

Οι γονείς της και τα αδέλφια της κοιτάχτηκαν ανήσυχα και τότε ο πατέρας της της είπε: « Κόρη μου είσαι σίγουρη πως θέλεις να είσαι με αυτόν τον άνθρωπο και δεν είναι τα δώρα του αυτά που σε έχουν θαμπώσει; Η ευτυχία κρύβεται στην αγάπη και η αγάπη δεν αγοράζεται ούτε με όλα τα χρήματα του κόσμου» η μητέρα και τα αδέλφια της συμφώνησαν με μία ματιά με τον πατέρα αλλά η κοπέλα έγινε έξαλλη. «Δεν ξέρεις τι λες! Τόσα χρόνια μαζί σας μόνο τη δυστυχία που φέρνει η φτώχια γνώρισα και τώρα που μου δίνετε η ευκαιρία να γίνω πραγματικά ευτυχισμένη μου μιλάς για αγάπη! Μπορεί η αγάπη που λες να αγοράσει κάτι από όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που κάνουν την ζωή όμορφη και εύκολη; Το παραμικρό! Άρα πως είναι το κλειδί της ευτυχίας;» Αυτά είπε και έφυγε από το δωμάτιο χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της ενώ όλοι κοιτούσαν το σημείο που στεκόταν δακρυσμένοι.

Άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της και μουρμούριζε: «Θα πάρω μαζί μόνο τα όμορφα πράγματα μου που με κάνουν ευτυχισμένη και θα αφήσω πίσω όλη τη μιζέρια που μου προσφέρατε ! Δεν θέλω τίποτα που να μου θυμίζει την παλιά μου ζωή. Τίποτα!» Καθώς μάζευε τα πράγματα της είδε μπροστά της την ξύλινη καρδιά που της είχε χαρίσει ο ξυλοκόπος την άρπαξε και την πέταξε με δύναμη από το παράθυρο «Αγάπες και λουλούδια!» Έτσι η κοπέλα παντρεύτηκε τον νεαρό έμπορο και τον ακολούθησε στον τόπο του. Τον πρώτο καιρό η ευτυχία της δεν περιγραφόταν.

Επιτέλους είχε όλα όσα επιθυμούσε. Ένα πανέμορφο σπίτι, υπηρέτες που πραγματοποιούσαν κάθε της επιθυμία, ακριβά ρούχα κοσμήματα. Πέρασε έτσι περίπου ένας χρόνος μα ενώ η ομορφιά της άνθιζε μέσα στα όμορφα στολίδια η ευτυχία της άρχισε να ξεθωριάζει. Ο άνδρας της ταξίδευε συχνά για τις δουλειές του και το τεράστιο σπίτι που τόσο την είχε ενθουσιάσει στην αρχή τώρα πια απλά έκανε τη μοναξιά της πιο έντονη. Όλα όσα την χαροποιούσαν  τώρα φάνταζαν βαρετά και ανούσια αφού δεν ήταν σε θέση να καλύψουν το κενό που ένιωθε στην καρδιά της.

Όταν μίλησε για όλα αυτά στον άνδρα της εκείνος της είπε αδιάφορα: «Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Σου προσφέρω τα πάντα και πάλι δεν είσαι ευχαριστημένη» και λίγες μέρες μετά έφυγε για άλλο ένα επαγγελματικό ταξίδι αφήνοντας την κοπέλα μόνη για άλλη μία φορά. Έτσι πέρασε άλλος ένας χρόνος και η κοπέλα ήταν πιο θλιμμένη από ποτέ. Πλέον σκεπτόταν συχνά τα λόγια του πατέρα της «Η Ευτυχία κρύβεται στην αγάπη και η αγάπη δεν αγοράζεται ούτε με όλα τα χρήματα του κόσμου» και αμέσως μετά σκεπτόταν τον νεαρό ξυλοκόπο, τα λουλούδια του δάσους και την ξύλινη καρδιά που γέμιζε ευωδιά το παλιό της δωμάτιο και πλέον της φαινόταν πολυτιμότερη από τα κοσμήματα και τα  ακριβά μετάξια.

Σκεπτόταν ακόμα πως τελικά για τον άνδρα της δεν ήταν παρά άλλο ένα όμορφο απόκτημα για την συλλογή του το οποίο τοποθέτησε στο σπίτι του για να το ομορφαίνει και να κάνει παρέα στα υπόλοιπα όμορφα αντικείμενα του συμπληρώνοντας έτσι την τέλεια εικόνα του. Έτσι αποφάσισε να μαζέψει τα πράγματα της και να γυρίσει πίσω στους δικούς της ζητώντας τους συγνώμη για τα άσχημα λόγια που τους είχε πει κάποτε ελπίζοντας πως θα καταλάβουν.

Ακόμα ευχόταν να ξαναδεί τον νεαρό ξυλοκόπο να της φέρνει όμορφα λουλούδια από το δάσος. Θα ζητούσε και από εκείνον να την συγχωρήσει για την απαίσια συμπεριφορά της και θα του επαναλάμβανε τα λόγια του πατέρα της. «Η Ευτυχία κρύβεται στην αγάπη». Έτσι γύρισε στο πατρικό της. Οι δικοί της την υποδέχτηκαν με αγκαλιές ανοιχτές και δάκρυα χαράς στα μάτια. Η κοπέλα περνούσε ώρες ολόκληρες στο παράθυρο του δωματίου της αλλά ο νεαρός ξυλοκόπος δεν φαινόταν πουθενά. Έτσι αποφάσισε να ρωτήσει διακριτικά τους δικούς της στο βραδινό φαγητό.

Η μητέρα της της είπε «Ζει με τη γυναίκα του και το παιδί τους στο σπίτι στην άκρη του χωριού.» «Παντρεύτηκε;» ρώτησε η κοπέλα προσπαθώντας να μην καταλάβουν την ταραχή της Αυτή τη φορά ήταν ο μεγάλος της αδελφός αυτός που της απάντησε « Ναι, λίγο καιρό αφού έφυγες. Κάποιοι χωριανοί λένε πως την βρήκε να κρατάει στα χέρια της μία ξύλινη καρδιά που μοσχοβολούσε άγριο τριαντάφυλλο και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Παράξενη ιστορία»

Τότε η κοπέλα κατάλαβε πως η καρδιά στην οποία αναφερόταν ο αδελφός της δεν ήταν άλλη από αυτήν που η ίδια είχε πετάξει από το παράθυρο τη μέρα που έφευγε. Όταν έπεσε στο κρεβάτι αναλογίστηκε για άλλη μία φορά τα λόγια του πατέρα της: «Η ευτυχία κρύβεται στην αγάπη και η αγάπη δεν αγοράζεται ούτε με όλα τα χρήματα του κόσμου» τότε δακρύζοντας μονολόγησε: «Ναι πατέρα, η αγάπη δεν αγοράζεται, χαρίζεται! Όμως, έτσι και εγώ χάρισα τον άνδρα που με αγαπούσε σε μία άλλη γυναίκα με τα ίδια μου τα χέρια».

Τζένη Κοσμίδου

Written by: DreamCity

Rate it

0%