DreamCity Radio
Γεννήθηκα σε μια μακρινή γωνιά της γης πριν από πολύ καιρό. Τόση ήταν η ομορφιά μου που οι γονείς μου με ονόμασαν Κράσαβα. Κράσαβα στα μέρη μας σημαίνει όμορφη.
Τα χρόνια περνούσαν και όσο μεγάλωνα γινόμουν όλο και πιο όμορφη. Πολλά βράδια άκουγα τη μητέρα που καθόταν αποκαμωμένη δίπλα στο μαγκάλι με τη φωτιά να λέει:
«Ο Θεός ευλόγησε το σπίτι μας με το να μας δώσει ένα τόσο όμορφο παιδί. Ευλογία η ομορφιά της. Θα βρει έναν καλό πλούσιο άντρα που θα την αγαπά θα τη σέβεται και θα τη βοηθήσει να αποκοπεί από τη φτώχια, να κάνει οικογένεια.»
Μεγάλωνα μέσα στη φτώχια και την ανέχεια. Μόνη παρηγοριά τα όνειρα της μάνας για μια καλύτερη ζωή. Ήμουν δεν ήμουν δεκαέξι όταν ξέσπασε το κακό. Πόλεμος είπαν. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω γιατί, να καταλάβω. Έγινε για κάτι που θέλαν οι μεγάλοι, αυτοί που κυβερνούσαν. Τι μπορεί να ήταν αυτό, κανείς δεν ήξερε. Σίγουρα πάντως δεν μπορεί να ήταν κάτι καλό αφού πήρε μέσα σε μια νύχτα τον πατέρα μακριά και σκόρπισε παντού φωτιά, φόβο και θάνατο.
Οι ήχοι από τους βομβαρδισμούς ήταν εκκωφαντικοί. Νύχτα βγήκαμε ξυπόλυτοι στους δρόμους, με τη μητέρα και τα αδελφάκια μου. Ίσα που προλάβαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι των παιδικών μου χρόνων προτού η βόμβα το διαλύσει ολοσχερώς.
Τρέχαμε μέσα στη νύχτα, το καπνό και τη φωτιά. Ο φόβος δάγκωνε τη καρδιά και ο δρόμος πλήγιαζε τα γυμνά μας πόδια. Χωθήκαμε σε ένα καταφύγιο. Αμέτρητος κόσμος, στοιβαγμένος ο ένας πάνω στον άλλο. Στερούμασταν το φαγητό και το νερό και οι αρρώστιες σιγά σιγά πλήθαιναν. Η μάνα έπεσε στο στρώμα. Από το πατέρα καμία είδηση. Ζούσε πέθανε κανείς δεν ήξερε να μας πει. Τα μικρά μου αδέλφια είχαν γίνει σκιά του εαυτού τους. Κάτι έπρεπε να γίνει. Ήμουν η μεγαλύτερη, σε μένα έπεφτε το χρέος.
Ένα από εκείνα τα μίζερα βράδια που γυρνούσα στους δρόμους σα φάντασμα προσπαθώντας να βρω τροφή γνώρισα εκείνον. Δεν ήξερα πως βρέθηκε εκεί. Δεν μίλαγα τη γλώσσα του και εκείνος μιλούσε σπαστά τα δικά μας. Μου έδωσε όμως να καταλάβω ότι νοιαζόταν για μένα. Δεν ήξερα τι να πω. Είχα περάσει προ πολλού τα όρια της απόγνωσης και της απελπισίας. Έτρεξα να συμβουλευτώ τη μάνα. Εκείνη είπε πως κακώς τον άφησα να φύγει. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η ευκαιρία μου, η ευκαιρία μας. Αργότερα μάθαμε από κάποιον στο καταφύγιο που ήξερε τη γλώσσα του πως το όνομα του σήμαινε Σωτηρία. «Σημάδι από το Θεό» κραύγασε η μάνα με όση δύναμη της είχε απομείνει. «Αυτός ο άνθρωπος θα είναι ο Σωτήρας μας.» Την επόμενη κίνησα να τον βρω.
Ξεκίνησα νύχτα να περάσω τα σύνορα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή μακριά από τη φωτιά του πολέμου και μια δουλειά που θα μου επέτρεπε να βοηθήσω την οικογένειά μου σε αυτή τη δύσκολη ώρα. Δεν είχα τίποτα μαζί μου παρά τη πίστη μου στο Θεό και την ευχή της μάνας.
Πέρασα τα σύνορα. Στην άλλη μεριά περίμενε ένα μεγάλο φορτηγό με πολλές γυναίκες στοιβαγμένες. Δικές μας όλες. Τον κοίταξα με απορία. «Εσύ θα γίνεις γυναίκα μου όμορφη μου Κράσαβα» είπε σπαστά στη γλώσσα μας. «Αφού μπορούμε όμως να βοηθήσουμε αυτές τις γυναίκες, να μην το κάνουμε;»
Φούσκωσα από υπερηφάνεια. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σίγουρα ο πρίγκιπας των παραμυθιών που με έμαθε η μάνα να περιμένω. Ο σωτήρας μου. Ο σωτήρας της οικογένειας μου. Ο σωτήρας τόσων γυναικών που βίωναν το δράμα του πολέμου, προδομένες από τους ηγέτες που πίστευαν πως θα τις προστάτευαν.
Ταξιδεύαμε μερόνυχτα χωρίς σταματημό. Μας έδιναν όμως φαΐ και νερό. Τον έβλεπα ελάχιστα. Καθόταν μπροστά με τους άντρες που μας συνοδεύαν.
Κάποτε περάσαμε τα σύνορα για τη γη της επαγγελίας. Το κατάλαβα από τις ομιλίες. Δεν ήξερα βέβαια τι έλεγαν, αλλά μιλούσαν την ίδια γλώσσα με εκείνον. Η καινούργια μου ζωή σύντομα θα ξεκινούσε!
Έτσι και έγινε μονάχα που τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά από ότι τα περίμενα. Με στοίβαξε μαζί με κάποιες από τις κοπέλες, που ταξιδεύαμε μαζί, σε ένα βρωμερό υπόγειο.
(Το πανωφόρι ανοίγει. Η γυναίκα φορά ρούχα πόρνης. Το πρόσωπο της γίνεται μάσκα τρόμου.)
Το πρώτο κιόλας βράδυ με έκανε δική του με τη βία. Έπεσε πάνω μου σα λυσσασμένο ζώο. Η ανάσα του βρωμούσε τσιγάρο και ποτό. Τίποτα το όμορφο δεν είχε αυτό το σμίξιμο μονάχα πόνο και ντροπή. Που ήταν η αγάπη και η τρυφερότητα που έλεγε η μάνα; Ο σεβασμός; Κατάπια την ντροπή, έσφιξα τα δόντια και περίμενα να τελειώσει. Αν αυτό ήταν το τίμημα για να έχω μια καλύτερη ζωή εγώ και τα αδέλφια μου έπρεπε να το πληρώσω. Με έσωσε για να με παντρευτεί. Μπορεί να ήμουν και υπερβολική. Τι ήξερα άλλωστε από άντρες; Μπορεί αυτό να ήταν το φυσιολογικό και ο πατέρας να ήταν η εξαίρεση.
Όταν τελείωσε τη πράξη του προσπάθησα να σκεπάσω τη γύμνια μου όπως όπως. Πήγα να τον αγκαλιάσω. Να τον μερέψω αλλά εκείνος με έσπρωξε με βία προς τα πίσω γελώντας με ένα γέλιο πρόστυχο που πάγωσε τη καρδιά μου. Αφού ήπιε μια γουλιά ποτό, άρπαξε από τα μαλλιά τη διπλανή μου και έπεσε πάνω της. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα, το μυαλό μου αρνιόταν να το δεχτεί. Όχι! Όχι! Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια!
Η Οξάνα έκλαιγε και πονούσε. Πονούσα και εγώ μαζί της. Πριν καν το καταλάβω βρέθηκα κάτω από έναν από τους άντρες που μας συνόδευαν. Μάταια προσπαθούσα με όλες τις δυνάμεις μου να ξεφύγω, να γλιτώσω. Οι γροθιές του ήταν πιο δυνατές από τις δικές μου. Έκλαιγα και τα δάκρυα ενωνόταν με το αίμα που έτρεχε από τη μύτη και τα χείλη μου.
Κάποια στιγμή θες από τον πόνο, θες από την αηδία και την απόγνωση έπαψα να νιώθω τι έκανε στο κορμί μου το κτήνος που με έπαιρνε με το ζόρι και τα επόμενα που ακολούθησαν. Πραγματικά δε ξέρω πόσοι άντρες με πήραν εκείνο το βράδυ. Σαν σε εφιάλτη θυμάμαι εκείνον να έρχεται ξανά και ξανά. Ο σωτήρας που θα με έσωνε. Δεν ήταν μόνο το ξύλο και η απόγνωση αλλά και κάτι ενέσεις που μας έκαναν με το ζόρι. Αυτές έκαναν το σώμα να μουδιάζει και τα πάντα να φαντάζουν θολά και μακρινά.
Μετά από καιρό μη με ρωτήσεις πόσο με φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο μαζί με την Οξάνα, τη Γκάν, και τη Λιουβάβα. Ταξιδεύαμε πάλι μερόνυχτα. Φτάσαμε σε ένα άλλο βρωμερό υπόγειο. Εκείνος μας άφησε σε κάτι άντρες που μας είχαν αγοράσει. Εκεί μας βρήκαν τα χειρότερα. Χάθηκε κάθε αίσθηση του χρόνου. Μας βουλιάξαν ακόμη πιο βαθιά στα ναρκωτικά, για να μην μπορούμε να αντιδράσουμε. Μας έκαναν πράγματα που ούτε το πιο άρρωστο μυαλό μπορούσε να φανταστεί.
Ο ένας ανέβαινε ο άλλος κατέβαινε. Μας παίρναν δυο μαζί. Έβαζαν το βρώμικο πράμα τους οπουδήποτε μέσα μας. Μας χτυπούσαν αλύπητα ακόμη και κατά την πράξη. Δεν ήμασταν πια άνθρωποι. Ήμασταν αντικείμενα. Τρύπες με σάρκα για να εκτονώνουν τις ορμές τους. Η Οξάνα πέθανε σε μια λίμνη αίματος μια παγωμένη νύχτα του χειμώνα. Ένας πελάτης τη χτύπησε μέχρι να πεθάνει χωρίς να του κάνει το παραμικρό. Έτσι απλά γιατί μπορούσε.
Η Γκαν κόλλησε μια αρρώστια και ένα βράδυ την εξαφάνισαν. Η Λιουβάβα πέθανε από τα ναρκωτικά. Άλλες γυναίκες διάφορων εθνικοτήτων και ηλικιών πήραν τη θέση τους και το μαρτύριο, συνεχιζόταν.
Τις ένιωθα αδελφές μου αυτές τις γυναίκες. Μας ένωνε το αίμα μας που χυνόταν συχνά σε αυτό το βρωμερό υπόγειο. Μα ένωνε η φρίκη, ο τρόμος, η απόγνωση και η ασχήμια που πλέον για μας είχε γίνει καθημερινότητα.
Άντρες όλων των ηλικιών, κάποιοι από αυτούς σίγουρα οικογενειάρχες, ερχόντουσαν να μας κανονίσουν όπως συνήθιζαν να λένε μεταξύ τους. Απέφευγα να βλέπω τα πρόσωπα τους. Δεν ήθελα να τα θυμάμαι. Αλλά εκείνον, εκείνον δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Θα μπορούσε να ήταν πατέρας μου ή και παππούς μου. Μου έκανε πράγματα αισχρά, αρρωστημένα. Ούρλιαζα από το πόνο και το φόβο και αυτός γελούσε. Γελούσε και μου ζητούσε να του λέω πως είμαι η πουτάνα του. Πώς θέλω να μη σταματήσει ποτέ. Πώς θέλω.
Έχασα πια κάθε ελπίδα. Έχασα τα πάντα, ακόμη και τη πίστη μου στον Θεό. Κάπου κάπου έρχονταν στο μυαλό μου τα λόγια της μάνας. «Η ομορφιά της είναι ευλογία». Κατάρα είναι! Αυτή με έφερε στα χέρια των βασανιστών. Στο μπορντέλο εκεί που δεν ζει τίποτα καλό τίποτα όμορφο παρά μονάχα η βρωμιά η αρρώστια και η ασχήμια.
Μανούλα μου τι να έχεις γίνει και εσύ και ο μπαμπάς μου και τα αδελφάκια μου; Με θυμόσαστε άραγε ακόμη. Πόσος καιρός έχει περάσει; Μέρες; Μήνες; Χρόνια; Είστε ακόμη ζωντανοί; Και να μην είστε σίγουρα σταθήκατε πιο τυχεροί. Μεγαλύτερο μαρτύριο από τον να σκοτωθείς στο πόλεμο είναι αυτό που περνάω εγώ. Εγώ και τόσες άλλες. Στο πόλεμο πεθαίνεις μια φορά. Εδώ πεθαίνεις κάθε ξημέρωμα, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό!
Κάποτε προσπάθησα να το σκάσω. Με έπιασαν με χτύπησαν και με βασάνισαν με τρόπους που το μυαλό δεν μπορεί να φανταστεί. Από τότε κάθομαι σε τούτη τη καρέκλα.
(Τραβάει το ύφασμα από τη καρέκλα που κάθεται και αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για αναπηρική καρέκλα.)
Λένε οι μεγάλοι θα κάνουμε πόλεμο μα δεν σκέφτονται τους αθώους που θα χάσουν άδικα τη ζωή τους. Λέτε οι άντρες ήρθαν οι αλλοδαπές, πάμε να τις κανονίσουμε αλλά δε σκέφτεστε ότι αύριο ο πόλεμος μπορεί να χτυπήσει και τη δική σας πόρτα. Ότι αύριο στη θέση μου μπορεί να ναι η κόρη, η γυναίκα ή αδελφή ακόμη και η ίδια σας η μάνα.
Την αγαπώ ετούτη τη καρέκλα. Την αγαπώ γιατί με γλίτωσε από το μαρτύριο. Δεν είμαι χρήσιμη πια. Με πέταξαν στο δρόμο να πεθάνω, ένα παγωμένο πρωινό. Θαρρώ ξημέρωνε γιορτή και αυτοί με πέταξαν να πεθάνω δίπλα στα σκουπίδια.
Ένα σκουπίδι και εγώ μέσα σε τόσα άλλα. Άσχημο, σπασμένο και άχρηστο πια.
Εγώ όμως έζησα. Ενάντια στο θέλω τους, ενάντια σε κάθε λογική. Έζησα καρφωμένη σε τούτη τη καρέκλα. Ήρεμη πια. Χαρούμενη. Ξεχασμένη.
Τζένη Κοσμίδου
Written by: DreamCity
dreamcity radio Τζένη Κοσμίδου
Playlist by Giorgos Tsekos
08:00 - 12:00
Playlist by Vasilis Arvanitis
12:00 - 20:00
Presented by Giannis Maintopoulos
20:00 - 22:00
COPYRIGHT (C) 2024 DREAMCITY RADIO