DreamCity Radio
«Επιλέγω τους φίλους μου για το ωραίο τους παρουσιαστικό, τους γνωστούς μου για τον καλό τους χαρακτήρα και τους εχθρούς μου για την ευφυΐα τους». Αυτό είναι ένα από τα χιλιάδες ευφυολογήματα του Όσκαρ Ουάιλντ, ο οποίος ασκεί μεγάλη γοητεία ακόμα και ας έχουν περάσει 120 χρόνια από τον θάνατο του. Το έργο του είναι μικρότερο από άλλων δημιουργών του 19ου αιώνα αλλά περιλαμβάνει διάφορα λογοτεχνικά είδη. Έζησε την σύντομη ζωή του κυνηγώντας το ωραίο σε κάθε έκφανσή του, πιστεύοντας πως η ζωή πρέπει να μιμείται την τέχνη και όχι η τέχνη την ζωή. Υπήρξε τραγικός ήρωας, σα να βγήκε από τα βιβλία της αρχαίας τραγωδίας, που τόσο πολύ αγαπούσε.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ (Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’Φλάχερτι Ουίλς Ουάιλντ) γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας στις 16 Οκτωβρίου του 1854. Προέρχεται από γενιά που πιστεύεται ότι συγγενεύει με τον θρυλικό Όσσιαν, τον Ιρλανδό ποιητή βάρδο, αντίστοιχο του δικού μας Ομήρου. Το περιβάλλον που μεγάλωσε ως γιός επιφανούς ιατρού της εποχής, ήταν μεγαλοαστικό. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό τον Ουίλ και μία μικρότερη αδελφή την Ίζολα. Στο σπίτι σύχναζαν ιατροί, επιστήμονες καθώς και καθηγητές από το γειτονικό Τρίνιτι Κόλετζ. Τα παιδιά μπορούσαν να παραβρίσκονται στα δείπνα αυτά και στις συναντήσεις χωρίς να μιλούν.
Στην εφηβεία του Όσκαρ, ο πατέρας του συνδέθηκε με ερωτικό σκάνδαλο για σύναψη σχέσης με μία ανήλικη πελάτισσά του και τα δύο αγόρια στάλθηκαν σε οικοτροφείο για την εκπαίδευση τους. Το οικοτροφείο αυτό, Πορτάρα Ρουαγιάλ, έχαιρε λαμπρής ακαδημαϊκής φήμης. Ο Όσκαρ εκεί εκδήλωσε την κλίση του στην ποίηση και αγάπησε ιδιαιτέρως τις κλασικές σπουδές. Από την αρχή έδειξε απέχθεια για κάθε σωματική άσκηση.
Το 1867 είναι μία χρονιά που τον στιγματίζει, αφού πεθαίνει ξαφνικά η αδελφή του Ίζολα. Ο Όσκαρ γράφει το ποίημα «Αναπαύσου» και για να απαλύνει την θλίψη του περνάει πολλές ώρες στον τάφο της. Αξιοσημείωτο είναι πως κράτησε μία τούφα από τα μαλλιά της ως το τέλος της ζωής του αφού βρέθηκε ανάμεσα στα ελάχιστα υπάρχοντά του μετά τον θάνατο του. Στο σχολείο δεν ήταν πολύ δημοφιλής αλλά δεν περνούσε και απαρατήρητος. Σκάρωνε ιστορίες και παραμύθια για τους συμμαθητές του και είχε κερδίσει τον τίτλο «Παραμυθάς». Ξεχώριζε για την ευφράδεια, την μνήμη του και το ταλέντο του στην κλασική γραμματεία κερδίζοντας βραβεία και υποτροφία για το Τρίνιτι Κόλετζ.
Το 1871 ξεκινά την φοίτησή στο Τρίνιτι Κόλετζ. Συνδέεται και θεωρεί μέντορα τον καθηγητή κλασικών σπουδών, Τζον Μαχάφι, που τον μαθαίνει να αγαπάει τα ελληνικά ”πράγματα” ακόμα περισσότερο. Στο κολέγιο έρχεται επίσης σε επαφή με την τέχνη και την λογοτεχνία στα οποία επιδίδεται με πάθος. Το 1872 και το 1873, αντίστοιχα κερδίζει έπαινο για την κλασική γραμματεία και για την ζωγραφική. Το 1874 κερδίζει το μετάλλιο για την ελληνική γλώσσα και υποτροφία για την Οξφόρδη. Το ίδιο καλοκαίρι, μετά από ένα ταξίδι στην Ευρώπη με την οικογένεια του, βοηθάει τον Μαχάφι στο βιβλίο του ”Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από τον Όμηρο ως τον Μένανδρο”. Το αξιοσημείωτο σε αυτή την έρευνα είναι πως αφιερώνει ένα κεφάλαιο ολόκληρο στον ελληνικό έρωτα – την ανδρική ομοφυλοφιλία με παιδαγωγικές προεκτάσεις – ίσως να είναι εδώ που ο Ουάιλντ έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με την ομοφυλοφιλία, ίσως να την γνώριζε και νωρίτερα. Στα είκοσι του εισέρχεται στην Οξφόρδη στο τμήμα Literae Humaniores, τμήμα που επικεντρώνεται στην μελέτη της κλασικής αρχαιότητας και των ανθρωπιστικών επιστημών. Διαπρέπει και στα τέσσερα έτη με επαίνους ενώ μελετά με πάθος και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Στην Οξφόρδη έχει και έντονη κοινωνική ζωή μένοντας σε δικό του διαμέρισμα, το οποίο επιπλώνει εκκεντρικά και αποκτά τους πρώτους στενούς του φίλους. Επίσης είναι μέλος της ομάδας κρίκετ που ποτέ δεν παίρνει μέρος. Πραγματοποιεί πολλές συναντήσεις στο διαμέρισμα του που μέσα στο πολύ αλκοόλ και στον πολύ καπνό συζητούν για τον έρωτα, την τέχνη, την κοινωνία και πολλά φιλοσοφικά ζητήματα. Οι στενοί του φίλοι τον θυμούνται στις μεταμεσονύχτιες ώρες να απαγγέλει ποιήματά του, να παραδοξολογεί και να κάνει αλλόκοτα σχόλια για τους άλλους. Δήλωνε πως δεν ήθελε να γίνει στην ζωή του ένας βαρετός ακαδημαϊκός αλλά ένας ποιητής και διάσημος θεατρικός συγγραφέας, σίγουρα διαβόητος. Στο πανεπιστήμιο καταλυτική είναι η συνάντησή του και η επιρροή που δέχεται από τον καθηγητή Τζον Ράσκιν. Παρακολουθώντας το μάθημα του, «Φλωρεντίνικη αισθητική», ξυπνά μέσα του το πάθος για το ωραίο και η αριστοκρατική του φύση. Εδώ ξεκινά να πλάθεται ο κομψός και εκκεντρικός άνδρας που έγινε αργότερα. Θεωρεί τον Ράσκιν προφήτη και ιερέα και βάσει της διδασκαλίας του διαμορφώνει την δική του θεωρία του αισθητισμού.
Το 1876 πεθαίνει ο πατέρας του, αφήνοντας την οικογένεια σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Το καλοκαίρι συνδέεται με τον ζωγράφο Φρανκ Μάιλς ,ο οποίος αν και νέος είναι ήδη αναγνωρισμένος και έχει γνωριμίες στο χώρο του θεάτρου και έτσι ο Όσκαρ ξεκινάει να κάνει τις πρώτες του κοινωνικές επαφές. Ερωτεύεται την Φλόρενς Μάλκομπ αλλά ο έρωτας του μένει ανεκπλήρωτος γιατί εκείνη προτιμά τον Μπράμ Στόκερ (η Φλόρενς είναι η μούσα του, του εμπνέει τον χαρακτήρα της Μίνα στο μυθιστόρημά του, Ντράκουλα). Το 1877 ταξιδεύει με τον καθηγητή Μαχάφι στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Αργεί να επιστρέψει και χάνει το εξάμηνο. Βέβαια, λίγο αργότερα αποφοιτά με επαίνους.
Μετά την αποφοίτησή του μετακομίζει με τον φίλο του Μάιλς στο Λονδίνο με σκοπό την είσοδο στην καλή κοινωνία, αν και δύσκολο με την οικονομική του κατάσταση. Χρησιμοποιώντας το χάρισμα του λόγου ξεκινά να παρακολουθεί παραστάσεις και να γράφει σονέτα και ποιήματα για τις νεαρές πρωταγωνίστριες. Γίνεται γνωστός στους κύκλους ως ο κομψευόμενος ευγενής νέος με την αξεπέραστη ευγλωττία. Το 1880 γράφει το πρώτο δικό του θεατρικό έργο «Βέρα ή οι Μηδενιστές» και το εκδίδει μόνος του. Το 1881 εκδίδει τον πρώτο του τόμο με τίτλο «Ποιήματα». Η ποιητική του συλλογή δημιουργεί ανάμεικτη υποδοχή. Οι περισσότεροι την θεωρούν ως μιμητική και ξεπερασμένη και το Παντς, το περιοδικό, τον χαρακτηρίζει ως έναν των εσχάτων αισθητιστή ποιητή. Λίγο καιρό αργότερα, ο συντάκτης Καρτ, με προτροπή της ανερχόμενης ηθοποιού, Σάρα Μπερνάρ, του προτείνει μία σειρά διαλέξεων στην Αμερική με θέμα τον αισθητισμό. Ο Ουάιλντ, που βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση δέχεται, και 24 Δεκεμβρίου φεύγει για Νέα Υόρκη. Η πρώτη διάλεξή του με θέμα την Αγγλική Αναγέννηση, δεν είναι πολύ ευχάριστη στο κοινό, συνεπώς ο Ουάιλντ προσαρμόζει τις παρουσιάσεις του σε πιο πρακτικά θέματα και διδάσκει τους Αμερικανούς, τις διακοσμητικές τέχνες. Από το ταξίδι του στην Αμερική κορυφαίες στιγμές είναι η γνωριμία του με τον Ουίτμαν και με την κόρη του αγαπημένου του ποιητή Κιτς. Επίσης κανονίζει να παιχτεί το έργο του ”Βέρα ή οι Μηδενιστές”, την επόμενη χρονιά στην Νέα Υόρκη, καθώς και παίρνει προκαταβολή για την συγγραφή ενός καινούριου θεατρικού έργου, «Δούκισσα της Πάδουας». Επιστρέφει λοιπόν στο Λονδίνο με 1.200 λίρες. Επόμενος σταθμός του είναι το Παρίσι που τόσο ονειρευόταν πάντα. Εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Βολταίρ, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, (που είναι η όχθη των καλλιτεχνών). Αρχίζει να περνάει τις ώρες του στην πόλη του φωτός, μιμούμενος τον αγαπημένο του συγγραφέα Ονορέ Μπαλζάκ στην ενδυμασία και τον ποιητή Μπωντλαίρ στις καταχρήσεις. Στο Παρίσι έρχεται σε επαφή με τους καλλιτέχνες της παρακμής και τους καταραμένους ποιητές. Συναντά τον Ρολινά, που τον συμπαθεί πολύ αλλά τον θεωρεί μιμητή του Μπωντλαίρ. Γνωρίζει ακόμα τον Ουγκώ και τον Βερλαίν και μυείται στον Γαλλικό, λούμπεν τρόπο ζωής. Δυστυχώς όμως, απορρίπτεται το έργο «Η Δούκισσά της Πάδουας» από την Αμερικανίδα ηθοποιό που προοριζόταν και σταματά η συνεργασία με τους Αμερικανούς. Βρισκόμενος πάλι σε οικονομική δυσχέρεια επιστρέφει στην Βρετανία. Εκεί ξεκινάει μια δεύτερη σειρά διαλέξεων με θέμα τις διακοσμητικές τέχνες λόγω ανάγκης χρημάτων και μετά το πέρας τους ζητά σε γάμο την νεαρή Κονστάνς Λόιντ, μία κοπέλα με αγορίστικη ομορφιά που θεωρεί ότι μοιάζει με νεαρή Αρτέμιδα. Το 1884 την παντρεύεται και αποκτά μαζί της δύο παιδιά, τον Κύριλλο και τον Βίβιαν. Μετά από λίγο καιρό αρχίζει να δυσκολεύεται με τα δεσμά του γάμου και με την ένδεια της πνευματικής τροφής. Συν τοις άλλοις, δεν μπορεί να ανεχτεί την φθορά που άφησε πάνω στην γυναίκα του η εγκυμοσύνη καθώς και τις οικονομικές δυσκολίες. Το 1887, αρθρογραφεί κυρίως στο Μολ Γκαζιέτ και γίνεται αρχισυντάκτης στο περιοδικό ”Κόσμος της Γυναίκας”, εξασφαλίζοντας ένα σταθερό εισόδημα. Έχει μετατραπεί σε έναν τυπικό οικογενειάρχη και αυτό του προκαλεί θλίψη και πλήξη.
Το 1887 η ζωή του αλλάζει άρδην, όταν γνωρίζει τον Ρόμπερτ Ρος, τον σημαντικότερο ίσως άνθρωπο στη ζωή του, ο οποίος είναι ο λόγος που ανακαλύπτει ο Όσκαρ, αν και καθυστερημένα, την διαφορετική σεξουαλικότητά του. Ο Ρόμπι Ρος είναι ο επιστήθιος φίλος του και συμπαραστάτης του, μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είχαν σεξουαλικές επαφές πέρα από τον πλατωνικό έρωτα που μοιράζονταν. Ήταν σε κάθε περίπτωση ο πρώτος του ομοφυλοφιλικός έρωτας. Μέχρι τότε ή δεν είχε αφυπνιστεί ακόμα ή ήταν ένας ομοφυλόφιλος σε άρνηση. ‘Αλλωστε εκείνη την εποχή ήταν πολύ επικίνδυνο να είσαι ομοφυλόφιλος στην Αγγλία, σε σχέση με την Γαλλία. Την εποχή αυτή ο Ουάιλντ κάνει στροφή στις ιρλανδικές αφηγήσεις και στους σκοτεινούς κέλτικους μύθους. Γοητεύεται από το υπερφυσικό και το παράδοξο. Γράφει το ”Έγκλημα του Λόρδου Σαβίλ” και την πρώτη σειρά με παραμύθια, με τίτλο “Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας και Άλλες Ιστορίες”. Το 1889 γράφει το δοκίμιο “Η Παρακμή του Ψεύδους”, κάνοντας ουσιαστικά έκκληση για περισσότερη φαντασία και επινοητικότητα στην τέχνη, μακριά από τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την λογοτεχνία της εποχής του. Ξεκινά με αφορμή το δημοφιλές μυθιστόρημα, “Ρόμπερτ ‘Ελσερτ”, που το κατατάσσει με ειρωνεία, στο βαρετό είδος και είναι ουσιαστικά η πρώτη του πρόκληση ενάντια στο λογοτεχνικό, Βρετανικό κατεστημένο. Έπειτα εκδίδει «Το Σπίτι με τις Ροδιές», το δεύτερο μέρος των παραμυθιών του. Το 1890, προκαλεί ολόκληρη την αγγλική κοινωνία και την αγγλική λογοτεχνία όταν κυκλοφορεί στο τεύχος του περιοδικού Λίπινκοτ, ένα μέρος από το μοναδικό του μυθιστόρημα, «Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», το όποιο κυκλοφορεί ολόκληρο σε βιβλίο το επόμενο έτος. Το βιβλίο θεωρείται το μόνο «Γαλλίκο» μυθιστόρημα στην αγγλική γλώσσα. Ο Ουάιλντ στο έργο αυτό, εν αντιθέσει με τους υποκριτές Άγγλους που ταξίδευαν στο παρακμιακό Παρίσι για να διάγουν έκλυτο βίο και όταν επέστρεφαν στην Βρετανία συνέχιζαν την άμεμπτη ζωή τους, παρουσιάζει έναν Άγγλο που ζει βάσει των μποέμ Γάλλων. Ο Ουάιλντ φεύγει για το Παρίσι που ταξιδεύει πολύ συχνά, και γράφει το θεατρικό του έργο ”Σαλώμη” το οποίο προορίζεται για την Σάρα Μπερνάν. Είναι το μόνο του έργο στην γαλλική γλώσσα, ακόμα πιο προκλητικό από τον Ντόριαν Γκρέι, λόγω της χρήσης ενός βιβλικού επεισοδιού, που μέσα από αυτό εκφράζεται ο ηδονισμός και η ακραία αγάπη των αισθήσεων, η ομοφυλοφιλία και η νεκροφιλία. Μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, στα 37 του χρόνια πια, γνωρίζει τον Αλφρεντ Ντάγκλας, Άγγλο ευγενή 21 ετών και ξεκινά μεταξύ τους μία ερωτική σχέση. Περνούν μαζί τρία χρόνια. Ο Ντάγκλας, αν και νεότερος, αποπλανεί τον Όσκαρ, του γνωρίζει καλά τον αγγλικό υπόκοσμο και τον φέρνει σε επαφή με την πορνεία. Επίσης είναι πολυδάπανος και αναγκάζει τον Όσκαρ να δουλεύει διαρκώς για να καλύψει τις υλιστικές του επιθυμίες. Ο Ουάιλντ το 1892, για να ανταπεξέλθει οικονομικά, παρουσιάζει στο θέατρο Γουέστ Εντ, τρία θεατρικά του έργα. «Η Βεντάλια της Λαίδη Γουίντερμι», «Μια Γυναίκα Χωρίς Σημασία» και το «Η Σημασία του να Είναι Κανείς Σοβαρός», που ευτυχώς αποτελούν εισπρακτικό θρίαμβο. Λίγο καιρό αργότερα, δυστυχώς, ο πατέρας του Ντάγκλας Μαρκήσιος Κουίνσμπερι, ένας πνευματικά ασταθής άνθρωπος, αφήνει ένα σημείωμα στη λέσχη του Ουάιλντ και τον αποκαλεί σοδομιστή και ομοφυλόφιλο. Ο Ουάιλντ, μετά από προτροπή του Ντάγκλας, αποφασίζει να μηνύσει τον Κουίνσμπερι για συκοφαντία, ώστε να μπορέσουν επιτέλους να απαλλαγούν από τις επιθέσεις μίσους εναντίον τους. Στην δίκη όμως, ο Κουίνσμπερι καταφέρνει να αποδείξει ότι ο Ουάιλντ είναι όντως ομοφυλόφιλος και τον οδηγεί στην καταδίκη και στη φυλάκιση. Αρχικά ο Όσκαρ περνάει δύο χρόνια στην φυλακή Πέντονβιλ και στην Ουάντσγουορθ, ενώ το 1895 οδηγείται στην υψίστης ασφαλείας φυλακή Ρήντινγκ, στο κελί C.3.3. Εδώ γράφει και το έργο του «Εκ Βαθέων» που είναι ουσιαστικά μια μακροσκελής ερωτική επιστολή προς τον Ντάγκλας, τον Μπόζι όπως τον αποκαλεί, και του εκφράζει σε πόσο δύσκολη κατάσταση βρέθηκε λόγω του έρωτά του. Το 1897, μετά την αποφυλάκισή του φεύγει για την Διέπη, δέχεται τις φροντίδες του φίλου του Ρόμπι Ρος και γράφει το “Η Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντινγκ”, ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που καταγράφει τις εμπειρίες του στη φυλακή. Ενώ αρχικά δήλωνε αρνητικός να συναντήσει τον Ντάγκλας, ενδίδει και περνούν μαζί το φθινόπωρο στη Νάπολη. Ο Ουάιλντ είναι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και δανείζεται λεφτά από φίλους. Επίσης το όνομα του έχει σπιλωθεί και δεν μπορεί να συναντήσει τα παιδιά του. Χάνει κάθε έμπνευση, ενώ υποκύπτει στους συναισθηματικούς εκβιασμούς του Μπόζι. Μετά τη Νάπολη και τον οριστικό χωρισμό από τον Ντάγκλας, πηγαίνει στο Παρίσι και ζει στο Ξενοδοχεία της Αλσατίας, με το όνομα Σεμπάστιαν Μέλμοθ. Περνάει τον τελευταίο του καιρό με ελάχιστους φίλους και συνήθως κρυμμένος από το πλήθος. Το 1900, μία μόλυνση που είχε πάθει στο αυτί από τραύμα στην φυλακή, κακοφορμίζει και γίνεται μηνιγγίτιδα και πεθαίνει στις 30 Νοεμβρίου. Τον πρώτο καιρό λόγω οικονομικής δυσχέρειας και χρεών, ο Ρόμπερτ Ρος καταφέρνει να του εξασφαλίσει ταφή σε ένα τέταρτης διαλογής νεκροταφείο έξω από το Παρίσι. Επίσης φροντίζει για την λογοτεχνική του κληρονομιά και την κηδεμονία των δύο παιδιών του. Μετά από εννέα χρόνια τον μεταφέρει στο Περ Λασαίζ, κάτω από το γλυπτό του άγγελου που φιλοτέχνησε ο Γιάκομπ ‘Εμπσταιν. Επάνω στον τάφο του είναι σκαλισμένη η φράση «Για αυτόν, η τσακισμένη του οίκτου λήκυθος θα γεμίζει ξένα δάκρυα, γιατί θα τόνε θρηνούν οι απόκληροι της ζωής και οι απόκληροι πάντα κλαίνε».
Written by: Dreamcity
dreamcity dreamcity radio Oscar Wilde Ε2 Όσκαρ Ουάιλντ
Copyright (c) 2022 DREAMCITY RADIO
Post comments (0)